spectrométrie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
spectrométrie spectrométries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spectrométrie (fr) θηλυκό