spectrométrie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spectrométrie | spectrométries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spectrométrie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
spectrométrie | spectrométries |
spectrométrie (fr) θηλυκό