spokesperson
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spokesperson | spokespeople |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spokesperson (en)
- ο/η εκπρόσωπος τύπου, για γυναίκες ή άντρες
- ⮡ The government spokesperson was caught off guard by journalists.
- Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πιάστηκε αμελέτητος από τους δημοσιογράφους.
- ⮡ The government spokesperson was caught off guard by journalists.