εκπρόσωπος τύπου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπρόσωπος τύπου < → δείτε τις λέξεις εκπρόσωπος και τύπος στη γενική ενικού • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκπρόσωπος τύπου αρσενικό ή θηλυκό
- εκπρόσωπος οργάνωσης, οργανισμού, κόμματος, υπουργείου, κ.ά. με την ευθύνη να ενημερώνει τον τύπο [1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπρόσωπος τύπου
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: τύπος