spunk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

spunk (en)

  1. (αποφεύγεται χωρίς συμφραζόμενα λόγω του κάτωθεν) πολυμηχανία, επινοητικότητα
  2. χύσι, χύσια ("σπέρμα" όμως με χυδαίο ύφος)