stéganographique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stéganographique < stéganographie
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stéganographique | stéganographiques |
stéganographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που χρησιμοποιεί τη στεγανογραφία