stelen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]stelen (nl) (αόριστος : stal (πλ: stalen), παθ. μτχ. : gestolen)
stelen (nl) (αόριστος : stal (πλ: stalen), παθ. μτχ. : gestolen)