stoechiométrie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stoechiométrie | stoechiométries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stoechiométrie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
stoechiométrie | stoechiométries |
stoechiométrie (fr) θηλυκό