stranded

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

stranded (en)

  1. προσαραγμένος
  2. αποκλεισμένος (σε μακρινό τόπο ή επικίνδυνο σημείο)