stratosphérique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- stratosphérique < stratosphère
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stratosphérique | stratosphériques |
stratosphérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με τη στρατόσφαιρα