Μετάβαση στο περιεχόμενο

stray

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

stray (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αδέσποτος
      The existence of so many stray animals in cities makes us think that their sterilization would be preferable.
    Η ύπαρξη τόσων αδέσποτων ζώων στις πόλεις μάς κάνει να σκεφτόμαστε ότι η στείρωσή τους θα ήταν προτιμότερη.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
stray strays

stray (en)

ενεστώτας stray
γ΄ ενικό ενεστώτα strays
αόριστος strayed
παθητική μετοχή strayed
ενεργητική μετοχή straying

stray (en)