stray
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]stray (en) (χωρίς παραθετικά)
- αδέσποτος
- ⮡ The existence of so many stray animals in cities makes us think that their sterilization would be preferable.
- Η ύπαρξη τόσων αδέσποτων ζώων στις πόλεις μάς κάνει να σκεφτόμαστε ότι η στείρωσή τους θα ήταν προτιμότερη.
- ⮡ The existence of so many stray animals in cities makes us think that their sterilization would be preferable.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stray | strays |
stray (en)
- το αδέσποτο ζώο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stray |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strays |
αόριστος | strayed |
παθητική μετοχή | strayed |
ενεργητική μετοχή | straying |
stray (en)
- βγαίνω από το δρόμο μου, ξεστρατίζω και περιπλανιέμαι