stray
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stray (en)
- αδέσποτο ζώο
Ρήμα[επεξεργασία]
stray (en)
- βγαίνω από το δρόμο μου, ξεστρατίζω και περιπλανιέμαι