streĉiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

streĉiĝi < streĉ- + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα streĉiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας streĉiĝas streĉiĝanta streĉiĝata
αόριστος streĉiĝis streĉiĝinta streĉiĝita
μέλλοντας streĉiĝos streĉiĝonta streĉiĝota
υποθετική streĉiĝus - -
προστακτική streĉiĝu - -

streĉiĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

strecxigxi, strechighi, strec'ig'i