strongly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]strongly (en)
- έντονα, σθεναρά, αυστηρά, απόλυτα, ακράδαντα, με τρόπο που δείχνει συγκεκριμένες και σοβαρές απόψεις ή πεποιθήσεις
- ⮡ They strongly disapprove of sex outside of marriage.
- Αποδοκιμάζουν έντονα το σεξ εκτός γάμου.
- ⮡ He was strongly opposed to the idea.
- Ήταν έντονα αντίθετος στην ιδέα.
- ⮡ This is an issue I feel strongly about.
- Αυτό είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί έντονα.
- ⮡ I strongly disagree with this statement.
- Διαφωνώ έντονα με αυτή τη δήλωση.
- ⮡ This decision was strongly criticized by both sides.
- Αυτή η απόφαση επικρίθηκε έντονα και από τις δύο πλευρές.
- ⮡ We strongly urge the government to take the necessary action.
- Πιέζουμε σθεναρά τη κυβέρνηση να λάβει τα απαραίτητα μέτρα.
- ⮡ I wrote a strongly worded letter.
- Έγραψα μια αυστηρά διατυπωμένη επιστολή.
- ⮡ Nearly all of them strongly agree that education is the key to success.
- Σχεδόν όλοι τους συμφωνούν απόλυτα ότι η εκπαίδευση είναι το κλειδί της επιτυχίας.
- ⮡ We believe strongly in the importance of taking personal responsibility for our own actions.
- Πιστεύουμε ακράδαντα στη σημασία της ανάληψης προσωπικής ευθύνης για τις πράξεις μας.
- ⮡ The company says it strongly believes in the importance of organic agriculture.
- Η εταιρεία λέει ότι πιστεύει ακράδαντα στη σημασία της βιολογικής γεωργίας.
- ⮡ I strongly suspect that this whole story is fictional.
- Έχω βάσιμες υποψίες ότι όλη αυτή η ιστορία είναι φανταστική.
- ⮡ They strongly disapprove of sex outside of marriage.
- δυνατά, με πολλή δύναμη
- ⮡ He entered the match strongly with a goal.
- (Αυτός) μπήκε στον αγώνα δυνατά με γκολ.
- ⮡ He entered the match strongly with a goal.