Μετάβαση στο περιεχόμενο

strongly

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
strongly < strong + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

strongly (en)

  1. έντονα, σθεναρά, αυστηρά, απόλυτα, ακράδαντα, με τρόπο που δείχνει συγκεκριμένες και σοβαρές απόψεις ή πεποιθήσεις
      They strongly disapprove of sex outside of marriage.
    Αποδοκιμάζουν έντονα το σεξ εκτός γάμου.
      He was strongly opposed to the idea.
    Ήταν έντονα αντίθετος στην ιδέα.
      This is an issue I feel strongly about.
    Αυτό είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί έντονα.
      I strongly disagree with this statement.
    Διαφωνώ έντονα με αυτή τη δήλωση.
      This decision was strongly criticized by both sides.
    Αυτή η απόφαση επικρίθηκε έντονα και από τις δύο πλευρές.
      We strongly urge the government to take the necessary action.
    Πιέζουμε σθεναρά τη κυβέρνηση να λάβει τα απαραίτητα μέτρα.
      I wrote a strongly worded letter.
    Έγραψα μια αυστηρά διατυπωμένη επιστολή.
      Nearly all of them strongly agree that education is the key to success.
    Σχεδόν όλοι τους συμφωνούν απόλυτα ότι η εκπαίδευση είναι το κλειδί της επιτυχίας.
      We believe strongly in the importance of taking personal responsibility for our own actions.
    Πιστεύουμε ακράδαντα στη σημασία της ανάληψης προσωπικής ευθύνης για τις πράξεις μας.
      The company says it strongly believes in the importance of organic agriculture.
    Η εταιρεία λέει ότι πιστεύει ακράδαντα στη σημασία της βιολογικής γεωργίας.
      I strongly suspect that this whole story is fictional.
    Έχω βάσιμες υποψίες ότι όλη αυτή η ιστορία είναι φανταστική.
  2. δυνατά, με πολλή δύναμη
      He entered the match strongly with a goal.
    (Αυτός) μπήκε στον αγώνα δυνατά με γκολ.