stufi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
stufi < stuf- + -i
ρήμα stufi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας stufas stufanta stufata
αόριστος stufis stufinta stufita
μέλλοντας stufos stufonta stufota
υποθετική stufus - -
προστακτική stufu - -

stufi (eo)