sturmi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sturmi < γερμανική stürmen

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈstuɾ.mi/

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα sturmi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας sturmas sturmanta sturmata
αόριστος sturmis sturminta sturmita
μέλλοντας sturmos sturmonta sturmota
υποθετική sturmus - -
προστακτική sturmu - -

sturmi (eo)

  • [[]]

Συγγενικά[επεξεργασία]


Ίντο (io)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

sturmi (io)