subsidiarité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- subsidiarité < subsidiaire
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
subsidiarité | subsidiarités |
subsidiarité (fr) θηλυκό