suckitude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suckitude (en) (μόνο ενικός)
- (προφορικό, ανεπίσημο) βαθμός αθλιότητας, πόσο μαύρα χάλια είναι κάτι
suckitude (en) (μόνο ενικός)