suka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λετονικά (lv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suka (lv)
- η βούρτσα
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suka (pl) θηλυκό
- η σκύλα, ο θηλυκός σκύλος
- (μεταφορικά, υβριστικό) η σκύλα
- (αργκό) η αστυνομική κλούβα
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suka (fi)
- η βούρτσα (για ζώα)