supplément
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
supplément | suppléments |
supplément (fr) αρσενικό
- το συμπλήρωμα, η επιβάρυνση
- το ένθετο
ενικός | πληθυντικός |
supplément | suppléments |
supplément (fr) αρσενικό