Μετάβαση στο περιεχόμενο

supplément

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
supplément suppléments

supplément (fr) αρσενικό

  1. το συμπλήρωμα, η επιβάρυνση
  2. το ένθετο