swashbuckle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

swashbuckle (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

swashbuckle (en)

  • σκιαμαχία, δονκιχωτισμός, το να αποζητάς την περιπέτεια, ιδίως όπως παρουσιάζεται εξιδανικευμένη μέσα από τις παραδόσεις και την λογοτεχνία