σκιαμαχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκιαμαχία < (ελληνιστική κοινή) σκιαμαχία < σκιά + μάχη (μάχη με σκιά, με εικονικό δηλαδή αντίπαλο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκιαμαχία θηλυκό
- προπόνηση σε μαχητικούς αγώνες, η μάχη με φανταστικό αντίπαλο
- (κατ' επέκταση) η προσομοίωση μάχης
- η σκιαμαχία υπάρχει σε κείμενα και σε αγγεία, ως αρχαίο ελληνικό άθλημα, από την εποχή των εκστρατειών του Διονύσου, του Ηρακλή και του Μεγαλέξανδρου
- μάταιος και άσκοπος αγώνας με ανύπαρκτο εχθρό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκιαμαχία
|