sweat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sweat (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

sweat (en)

  1. ιδρώνω {αποβάλλω ιδρώτα)
  2. ιδρώνω (κουράζομαι πολύ)