Μετάβαση στο περιεχόμενο

sylviculture

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sylviculture sylvicultures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sylviculture (fr) θηλυκό

  1. η δασοκομία, η δασοκαλλιέργεια
  2. η δασολογία
  3. η δασοπονία