sylviculture
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sylviculture | sylvicultures |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sylviculture (fr) θηλυκό
- η δασοκομία, η δασοκαλλιέργεια
- η δασολογία
- η δασοπονία
ενικός | πληθυντικός |
sylviculture | sylvicultures |
sylviculture (fr) θηλυκό