sylviculture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sylviculture | sylvicultures |
sylviculture (fr) θηλυκό
- η δασοκομία, η δασοκαλλιέργεια
- η δασολογία
- η δασοπονία