Μετάβαση στο περιεχόμενο

syn

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

syn < πρωτοσλαβική synъ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɨn/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

syn (pl) αρσενικό

  1. ο γιος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

syn < πρωτοσλαβική synъ

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

syn (cs) αρσενικό

  1. ο γιος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



syn (fy)