taal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς (af) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
taal (af) θηλυκό
- το αισθητήριο όργανο της γλώσσας
- η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας