taal
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αφρικάανς
(af)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
taal
(af)
θηλυκό
το αισθητήριο όργανο της
γλώσσας
η
γλώσσα
ως
κώδικας
επικοινωνίας
Κατηγορίες
:
Γλώσσα αφρικάανς
Ουσιαστικά (αφρικάανς)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Asturianu
Azərbaycanca
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Frysk
Gaeilge
Gàidhlig
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Māori
Монгол
Bahasa Melayu
Dorerin Naoero
Plattdüütsch
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Română
Русский
Sängö
Slovenčina
Gagana Samoa
Soomaaliga
Shqip
Svenska
Kiswahili
ไทย
Türkçe
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Volapük
Wolof
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú