tachyonique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tachyonique < tachyon
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tachyonique | tachyoniques |
tachyonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με το ταχυόνιο