tachyonique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tachyonique < tachyon
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tachyonique | tachyoniques |
tachyonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με το ταχυόνιο