tafod
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ουαλικά (cy)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tafod (cy) αρσενικό (πληθυντικός tafodau)
- το αισθητήριο όργανο της γλώσσας