talonnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- talonnement < talonner
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
talonnement | talonnements |
talonnement (fr) αρσενικό
- σπιρούνισμα ενός αλόγου
- (μεταφορικά) παρενόχληση
- (τεχνική) χτύπημα ενός στενόμακρου αντικειμένου πάνω σε μια επιφάνεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη talon