tampon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tampon tampons

tampon (fr) αρσενικό

  1. ταμπόν



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tampon (pl) αρσενικό

  1. ταμπόν