tap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tap (en)
- η βρύση (η συσκευή)
- ↪ tap water - νερό της βρύσης
- ο σπειροτόμος, εργαλεία για τη διάνοιξη εσωτερικών σπειρωμάτων