tap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tap taps

tap (en)

  1. η βρύση, η συσκευή
    ⮡  tap water - νερό της βρύσης
    ⮡  She’s tightening the tap so it’s not running.
    Σφίγγει τη βρύση για να μην τρέχει.
  2. το ελαφρό χτύπημα
    ⮡  I felt a (light) tap on my shoulder.
    Ένιωσα ένα ελαφρό χτύπημα στον ώμο μου.
  3. ο σπειροτόμος, εργαλεία για τη διάνοιξη εσωτερικών σπειρωμάτων

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας tap
γ΄ ενικό ενεστώτα taps
αόριστος tapped
παθητική μετοχή tapped
ενεργητική μετοχή tapping

tap (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω ελαφρά και γρήγορα
    ⮡  He tapped (lightly) on the window.
    Χτύπησε ελαφρά στο παράθυρο.
    ⮡  She was tapping her foot impatiently on the floor.
    Χτυπούσε το πόδι της ανυπόμονα στο πάτωμα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω ρυθμικά
    ⮡  The music made everyone tap their feet.
    Η μουσική έκανε όλους να χτυπούν ρυθμικά τα πόδια τους.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) εκμεταλλεύομαι μια πηγή ενέργειας, γνώσης κτλ. που ήδη υπάρχει
    ⮡  We need to tap (into) the expertise of the people we already have.
    Πρέπει να εκμεταλλευτούμε την τεχνογνωσία των ανθρώπων που ήδη έχουμε.
     συνώνυμα: → δείτε το phrasal verb capitalize on
  4. (μεταβατικό) παγιδεύω τηλέφωνο
    ⮡  They tapped our (phone) line.
    Παγίδευσαν την γραμμή μας.
  5. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) ξεχωρίζω, διαλέγω κάποιον να κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά
    ⮡  He was tapped for a promotion.
    Τον ξεχώρισαν για προαγωγή.
    ⮡  He has been tapped for research work.
    Τον έχουν διαλέξει για ερευνητική δουλειά.
  6. (μεταβατικό) πατάω την οθόνη μιας συσκευή
    ⮡  Tap the app icon you want to load.
    Πατήστε το εικονίδιο της εφαρμογής που θέλετε να φορτώσετε.