tardy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

tardy (en)

  1. καθυστερημένος, αργοκίνητος, αργός, αργοπορημένος
    a tardy arrival - καθυστερημένη άφιξη
  2. (οικείο, σαν ουσιαστικό) this is your second tardy - είναι η δεύτερη φορά που έρχεσαι αργοπορημένος