tardy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
tardy (en)
- καθυστερημένος, αργοκίνητος, αργός, αργοπορημένος
- a tardy arrival - καθυστερημένη άφιξη
- (οικείο, σαν ουσιαστικό) this is your second tardy - είναι η δεύτερη φορά που έρχεσαι αργοπορημένος