tarsier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tarsier | tarsiers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tarsier (fr) αρσενικό
- ο τάρσιος
ενικός | πληθυντικός |
tarsier | tarsiers |
tarsier (fr) αρσενικό