teens
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
teens (en) (μόνο πληθυντικός)
- η εφηβεία, τα χρόνια της ζωής ενός ατόμου όταν είναι μεταξύ 13 και 19 ετών
- ↪ She is still in her teens.
- Είναι ακόμα στην εφηβεία της.
- ↪ She is still in her teens.
Πηγές[επεξεργασία]
- teens - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 348. ISBN 9780194325684., λήμμα: εφηβεία