tellurique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tellurique telluriques

Επίθετο[επεξεργασία]

tellurique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εδαφικός
  2. σχετικός με το τελούριο