Μετάβαση στο περιεχόμενο

tenace

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tenace tenaces

tenace (fr) αρσενικό ή θηλυκό