tendanciellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tendanciellement < tendanciel
Επίρρημα[επεξεργασία]
tendanciellement (fr)
- δίνοντας μια κατεύθυνση, μια τάση
tendanciellement (fr)