Μετάβαση στο περιεχόμενο

teneo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
teneo < πρωτοϊταλική *tenēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)

teneo (la)