teneo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- teneo < πρωτοϊταλική *tenēō < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
teneo (la)
Κλίση[επεξεργασία]
B' συζυγία (teneo, tenui, tentum, tenere)
|