théodicée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
théodicée théodicées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

théodicée (fr) θηλυκό