théodicée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
théodicée | théodicées |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]théodicée (fr) θηλυκό
- η θεοδικία
ενικός | πληθυντικός |
théodicée | théodicées |
théodicée (fr) θηλυκό