thérapie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Therapie
      ενικός         πληθυντικός  
thérapie thérapies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

thérapie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]