thermoélectricité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- thermoélectricité < thermo- + électricité
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
thermoélectricité | thermoélectricités |
thermoélectricité (fr) θηλυκό