thimble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈθɪmbəl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
thimble (en)
- δαχτυλήθρα
- μικρή ποσότητα, όσο χωρά σε δαχτυλήθρα