thimble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈθɪmbəl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

thimble (en)

  1. δαχτυλήθρα
  2. μικρή ποσότητα, όσο χωρά σε δαχτυλήθρα