tickle
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]tickle (en)
- το γαργάλημα
Ρήμα
[επεξεργασία]tickle (en)
- γαργαλώ
- προκαλώ ευχαρίστηση ή διασκέδαση
- the abbreviation for Nixon's presidential campaign committee (CREEP) really tickles me