tickle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
tickle (en)
- το γαργάλημα
Ρήμα[επεξεργασία]
tickle (en)
- γαργαλώ
- προκαλώ ευχαρίστηση ή διασκέδαση
- the abbreviation for Nixon's presidential campaign committee (CREEP) really tickles me