tilavet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tilavet < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική تلاوت (tilâvet) < αραβική تِلَاوَة (tilāwa, σε κλιτικό τύπο: tilāwat), ρηματικό ουσιαστικό του تَلَا στη σημασία: διαβάζω, απαγγέλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tilavet (tr)

  1. (ισλαμισμός) η ανάγνωση του Κορανίου με ωραία φωνή και σύμφωνα με τον προβλεπόμενο τύπο
  2. η ανάγνωση, η απαγγελία
  3. το να ακολουθεί κανείς
  4. η απαγγελία κάποιου κειμένου σύμφωνα με τις σημειώσεις, με ωραίο τρόπο