tinderbox
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tinderbox (en) ενικός
tinderboxes (en) πληθυντικός
- πυροκούτι, πυρόκουτο, κουτί με προσάναμμα και εργαλεία πυρογένεσης
- το προσάναμμα