tinderbox

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tinderbox (en) ενικός
tinderboxes (en) πληθυντικός

  1. πυροκούτι, πυρόκουτο, κουτί με προσάναμμα και εργαλεία πυρογένεσης