tlacatl
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κλασικά νάουατλ
(nci)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
tlacatl
(
έμψυχο
)
άνθρωπος
σκλάβος
,
σκλάβα
(με κτητικό, λ.χ.
notlacauh
: είναι σκλάβος/α μου)
Κατηγορίες
:
Κλασικά νάουατλ
Ουσιαστικά (κλασικά νάουατλ)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Беларуская
Català
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Magyar
日本語
한국어
ລາວ
Lietuvių
Nāhuatl
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Runa Simi
Русский
Sicilianu
Svenska
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
中文