tonsure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

tonsure (en) ενικός
tonsures (en) πληθυντικός

  1. τονσούρα, ξυρισμένο τμήμα κεφαλής μοναχού
  2. τεχνική αφιερωματικού ξυρίσματος και αφιερωματική κόμμωση
    1. διαδικασία: το μερικό ή πλήρες ξύρισμα της κεφαλής για ιερό ή ιερατικό σκοπό
    2. κατηγορία κόμμωσης: τύπος ονομασία αυτού του τύπου κόμμωσης

Ρήμα[επεξεργασία]

tonsure (en)

  • ξυρίζω τμήμα της ή όλη την κεφαλή για ιερό (πχ. τάμα) ή ιερατικό σκοπό (πχ. ταγματικό τυπικό)