tonsure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tonsure (en) ενικός
tonsures (en) πληθυντικός
- τονσούρα, ξυρισμένο τμήμα κεφαλής μοναχού
- τεχνική αφιερωματικού ξυρίσματος και αφιερωματική κόμμωση
- διαδικασία: το μερικό ή πλήρες ξύρισμα της κεφαλής για ιερό ή ιερατικό σκοπό
- κατηγορία κόμμωσης: τύπος ονομασία αυτού του τύπου κόμμωσης
Ρήμα[επεξεργασία]
tonsure (en)
- ξυρίζω τμήμα της ή όλη την κεφαλή για ιερό (πχ. τάμα) ή ιερατικό σκοπό (πχ. ταγματικό τυπικό)