trójkącik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
trójkącik (pl) < υποκοριστικό του trójkąt (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trójkącik (pl) αρσενικό
- το μικρό τρίγωνο, το τριγωνάκι