traitable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
traitable traitables

Επίθετο[επεξεργασία]

traitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που μπορεί κανείς να συζητήσει μαζί τους, « να τα βρει », να βρει μια ικανοποιητική λύση σε ένα πρόβλημα