triangolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
triangolo | triangoli |
triangolo (it) αρσενικό
- (γεωμετρία) το τρίγωνο
- (μουσικό όργανο) το τρίγωνο