trim
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | trim |
συγκριτικός | trimmer |
υπερθετικός | trimmest |
trim (en)
- καλλίγραμμος
She has kept a very trim figure.
- Έχει διατηρήσει μια πολύ καλλίγραμμη σιλουέτα.
- περιποιημένος, φροντισμένος
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | trim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trims |
αόριστος | trimmed |
παθητική μετοχή | trimmed |
ενεργητική μετοχή | trimming |
trim (en) (μεταβατικό)
- ψαλιδίζω, κουρεύω, κλαδεύω, ξακρίζω, περιποιούμαι ή φτιάχνω κάτι κόβοντας ό,τι περιττό
I am trimming my beard/hair.
- Ψαλιδίζω τα γένια/τα μαλλιά μου.
I need to trim my nails.
- Χρειάζεται να ψαλιδίσω τα νύχια μου.
Can you trim my hair a little shorter?
- Μπορείς να με κουρέψεις λίγο πιο κοντά;
You need to trim (away/off) all the unnecessary growth.
- Πρέπει να κλαδέψεις όλα τα περιττά βλαστάρια.
The rose bushes were trimmed.
- Οι τριανταφυλλιές ήταν κλαδεμένες.
I’m trimming the frayed ends from/off the fabric to make it even.
- Ξακρίζω τα ξέφτια στο ύφασμα και το κάνω ίσιο.
She trimmed the pages of the book.
- Ξάκρισε τις σελίδες του βιβλίου.
Trim all the dry branches away.
- Κόψτε όλα τα ξερά κλαδιά.
- (συνήθως στην παθητική φωνή) γαρνίρω, διακοσμώ κάτι, όπως ρούχα, ειδικά γύρω από τις άκρες του
a dress trimmed with lace - φόρεμα γαρνιρισμένο με δαντέλα
- ψαλιδίζω, περικόπτω, ελαττώνω χρηματικό ποσό ή αφαιρώ από αυτό ένα μέρος
We need to trim some expenses.
- Πρέπει να ψαλιδίσουμε κάποιες δαπάνες.
We managed to trim the budget somewhat.
- Καταφέραμε να ψαλιδίσουμε κάπως τον προϋπολογισμό.
They trimmed their salary by 10%.
- Τους περιέκοψαν το 10% του μισθού.
Πηγές
[επεξεργασία]- trim (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- trim (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- trim (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]trim (sq)