Μετάβαση στο περιεχόμενο

trim

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός trim
συγκριτικός trimmer
υπερθετικός trimmest

trim (en)

  1. καλλίγραμμος
    παράδειγμα  She has kept a very trim figure.
    Έχει διατηρήσει μια πολύ καλλίγραμμη σιλουέτα.
  2. περιποιημένος, φροντισμένος
    παράδειγμα  a trim garden - περιποιημένος/φροντισμένος κήπος
     συνώνυμα: well-kept
ενεστώτας trim
γ΄ ενικό ενεστώτα trims
αόριστος trimmed
παθητική μετοχή trimmed
ενεργητική μετοχή trimming

trim (en) (μεταβατικό)

  1. ψαλιδίζω, κουρεύω, κλαδεύω, ξακρίζω, περιποιούμαι ή φτιάχνω κάτι κόβοντας ό,τι περιττό
    παράδειγμα  I am trimming my beard/hair.
    Ψαλιδίζω τα γένια/τα μαλλιά μου.
    παράδειγμα  I need to trim my nails.
    Χρειάζεται να ψαλιδίσω τα νύχια μου.
    παράδειγμα  Can you trim my hair a little shorter?
    Μπορείς να με κουρέψεις λίγο πιο κοντά;
    παράδειγμα  You need to trim (away/off) all the unnecessary growth.
    Πρέπει να κλαδέψεις όλα τα περιττά βλαστάρια.
    παράδειγμα  The rose bushes were trimmed.
    Οι τριανταφυλλιές ήταν κλαδεμένες.
    παράδειγμα  I’m trimming the frayed ends from/off the fabric to make it even.
    Ξακρίζω τα ξέφτια στο ύφασμα και το κάνω ίσιο.
    παράδειγμα  She trimmed the pages of the book.
    Ξάκρισε τις σελίδες του βιβλίου.
    παράδειγμα  Trim all the dry branches away.
    Κόψτε όλα τα ξερά κλαδιά.
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) γαρνίρω, διακοσμώ κάτι, όπως ρούχα, ειδικά γύρω από τις άκρες του
    παράδειγμα  a dress trimmed with lace - φόρεμα γαρνιρισμένο με δαντέλα
  3. ψαλιδίζω, περικόπτω, ελαττώνω χρηματικό ποσό ή αφαιρώ από αυτό ένα μέρος
    παράδειγμα  We need to trim some expenses.
    Πρέπει να ψαλιδίσουμε κάποιες δαπάνες.
    παράδειγμα  We managed to trim the budget somewhat.
    Καταφέραμε να ψαλιδίσουμε κάπως τον προϋπολογισμό.
    παράδειγμα  They trimmed their salary by 10%.
    Τους περιέκοψαν το 10% του μισθού.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

trim (sq)