trophologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- trophologique < trophologie
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trophologique | trophologiques |
trophologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό